twine$85910$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

twine$85910$ - translation to ελληνικό

LIGHT STRING OR STRONG THREAD
TWINE; Binder twine
  • Binder twine securing a hay bale
  • Twine showing component strands

twine      
v. συστρέφομαι, τυλίσσομαι, τυλίσσω, συστρέφω

Ορισμός

twine
¦ noun strong thread or string consisting of strands of hemp or cotton twisted together.
¦ verb wind round something.
Derivatives
twiner noun
Origin
OE twin 'thread, linen', from the Gmc base of twi- 'two' (with ref. to the number of strands).

Βικιπαίδεια

Twine

Twine is a strong thread, light string or cord composed of two or more thinner strands twisted, and then twisted together (plied). The strands are plied in the opposite direction to that of their twist, which adds torsional strength to the cord and keeps it from unravelling. This process is sometimes called reverse wrap. The same technique used for making twine is also used to make thread, which is thinner, yarn, and rope, which is stronger and thicker, generally with three or more strands.

Natural fibres used for making twine include wool, cotton, sisal, jute, hemp, henequen, paper, and coir. A variety of synthetic fibres are also used. Twine is a popular substance used in modern-day crafting.